Pediatrics April 2016 (Free PDF)
Μια πρόσφατη μελέτη εισηγείται την άποψη ότι οι γονείς που δεν κοιμούνται αρκετά είναι πολύ πιθανό να φαντάζονται ότι και τα παιδιά τους εμφανίζουν προβλήματα ύπνου, τα οποία στη πραγματικότητα είναι ανύπαρκτα.
Οι ερευνητές συνέκριναν τους τρόπους και τις συνήθειες του ύπνου που ανέφεραν οι γονείς για τους εαυτούς τους και για τα παιδιά τους, μέσω των αναγνώσεων από συσκευές ονομαζόμενες “δραστηριογράφοι” – actigraphs – , οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως ανιχνευτές της κίνησης, προκειμένου να εκτιμηθεί με αντικειμενικό τρόπο, το πόσο καλά στην πραγματικότητα κοιμούνται τα παιδιά. Όταν οι δραστηριογράφοι έδειχναν ότι τα παιδιά είχαν κοιμηθεί μια χαρά, οι γονείς με τις δυσκολίες στον ύπνο τους είχαν τη τάση να συνεχίζουν να αναφέρουν ότι ο ύπνος των παιδιών τους ήταν ταραγμένος.
Όπως αναφέρει η επικεφαλής συγγραφέας Helena Lapinleimu – ερευνήτρια παιδίατρος στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Turku Φινλανδίας – “οι γονείς που είναι αγχωμένοι και έχουν κακή ποιότητα ύπνου ενοχλούνται περισσότερο από τους ελάχιστους θορύβους και τα ξυπνήματα των παιδιών τους την νύχτα, συγκριτικά με τους γονείς που κοιμούνται καλύτερα”
Προκειμένου να εξακριβώσουν το πόσο καλά οι αντιλήψεις των γονέων αναφορικά με τον ύπνο των παιδιών τους συμφωνούσαν με την πραγματικότητα η Lapinleimu και οι συνεργάτες της μελέτησαν 100 παιδιά ηλικία 2 έως 6 ετών από 16 κέντρα ημερήσιας φροντίδας – βρεφονηπιακοί σταθμοί.
Οι ερευνητές ζήτησαν από τους βιολογικούς γονείς των παιδιών να συμπληρώσουν ημερολόγια ύπνου που αφορούσαν τους ίδιους και τα παιδιά τους, καθώς και ορισμένα ερωτηματολόγια για την υγεία.
Ανάμεσα στα άλλα, οι ερευνητές ζήτησαν να πληροφορηθούν από τους γονείς αν τα παιδιά τους είχαν: δυσκολία στο να πέσουν στο κρεβάτι για ύπνο και να παραμείνουν κοιμισμένοι όλη την νύχτα, υπερβολική νύστα ή διαταραχές του ύπνου όπως είναι η υπνολαλία, τα τινάγματα ή οι κράμπες στη διάρκεια του ύπνου.
Κάθε νύχτα επί μια εβδομάδα, τα παιδιά φορούσαν τους δραστηριογράφους επάνω στον καρπό, τον γοφό ή τον αστράγαλο. Οι συσκευές υπολόγιζαν τα χρονικά διαστήματα της αδράνειας ως αδιάκοπτο και ήρεμο ύπνο και μετρούσαν τη διάρκεια και την ένταση της κίνησης στη διάρκεια της νύχτας, για να τις αξιολογήσουν ως διαταραχές του ύπνου.
Σύμφωνα με τις ενδείξεις των δραστηριογράφων τα παιδιά αυτής της ηλικίας κοιμούνται γενικά τη νύχτα γύρω στις 8,5 ώρες. Τα περισσότερα παιδιά χρησιμοποίησαν τις συσκευές στην κάθε νύχτα της μελέτης, παρόλο ότι περίπου το 8 % από αυτά είχαν τουλάχιστον μια νύχτα δίχως την χρησιμοποίηση της συσκευής.
Ακόμη και μετά τη διόρθωση των αποτελεσμάτων, ως προς την ηλικία του παιδιού, το φύλο, τον αριθμό των αδελφών, την ύπαρξη χρόνιων νοσημάτων και τη λήψη φαρμάκων, οι γονείς που ανέφεραν ότι είχαν οι ίδιοι κακό ύπνο ήταν περισσότερο πιθανό να αναφέρουν ότι και τα παιδιά τους παρουσίαζαν διαταραχές του ύπνου, οι οποίες όμως δεν επιβεβαιώθηκαν από τους δραστηριογράφους.
Ένα μειονέκτημα της έρευνας είναι ότι οι ερευνητές δεν φρόντισαν να τοποθετήσουν δραστηριογράφους και στους γονείς. Συνεπώς, παραμένει αδιευκρίνιστο το αν οι γονείς που ανέφεραν προβλήματα ύπνου τα είχαν πραγματικά, ή εκλάμβαναν ως τέτοια τις δυσκολίες τους να ξεκουραστούν αρκετά. Επίσης το μεγάλο ηλικιακό εύρος των παιδιών μπορεί να έχει επηρεάσει τα αποτελέσματα, επειδή τα παιδιά έχουν την τάση να εμφανίζουν μεγάλες διαφορές και αποκλίσεις στις καθημερινές ρουτίνες και τις ανάγκες του ύπνου τους στην ηλικία των 2 έως 6 ετών.
Όπως αναφέρει ο Joselyn Thomas, ένας ψυχολόγος ερευνητής του Κέντρου Ύπνου του Παιδιατρικού Νοσοκομείου της Φιλαδέλφειας: “Η προηγηθείσα έρευνα έχει δείξει δύο λόγους που εξηγούν το γιατί η κακή ποιότητα του ύπνου των γονέων σχετίζεται με την υπερβάλλουσα αναφορά των προβλημάτων του ύπνου και στα παιδία τους. Συγκεκριμένα, μέσω της αποστολής ηλεκτρονικού μηνύματος ο Thomas, που αξίζει να σημειωθεί ότι δεν συμμετείχε στην παρούσα έρευνα, αναφέρει: “Τα άτομα που αποκτούν ανεπαρκή ύπνο είναι πολύ πιθανό να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή και να συντηρούν στη μνήμη τους τα αρνητικά γεγονότα γενικά. Επιπλέον τα άτομα με προβλήματα ύπνου είναι επίσης αρκετά πιθανό να επικεντρώνουν την προσοχή τους ειδικά στον δικό τους ύπνο και στον ύπνο του περιβάλλοντός τους”.
Σε σχόλιο του Ο Michelle Garrison -ειδικός στον τομέα του ύπνου στο Ινστιτούτο Παιδιατρικής Έρευνας του Seattle στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον – αναφέρει: “Επειδή οι γονείς δεν φορούσαν δραστηριογράφους, τα αποτελέσματα της έρευνας μπορεί να αντανακλούν τις αρνητικές αντιλήψεις των γονέων αναφορικά με τον ύπνο οι οποίες επεκτείνονται όχι μόνο στον εαυτό τους αλλά και στα παιδιά τους”. Και συνεχίζει: “Το πρόβλημα με τους γονείς, που κάνουν προβολή των διαταραχών του ύπνου τους στα παιδιά τους, είναι ότι αυτή η προβολή μπορεί να εξελιχτεί σε μια αυτο-εκπληρωθείσα προφητεία”. “Αυτό μπορεί να οδηγήσει στο χαρακτηρισμό ενός παιδιού ως “προβληματικό” στον ύπνο του – και ακόμη περισσότερο, μπορεί να βλάψει την ανάπτυξη των συνηθειών του ανεξάρτητου ύπνου, όταν το παιδί εσωτερικεύσει αυτή την πεποίθηση, ή εφόσον η πεποίθηση των γονέων έχει ως αποτέλεσμα να περιοριστούν οι ευκαιρίες για το παιδί, να μάθει και να εφαρμόσει υγιείς συνήθειες ύπνου.