J Pediatr Psychol, January 2016
Παιδιά ηλικίας 2 ετών των οποίων ο ύπνος διαρκούσε πέραν των προτεινόμενων 11-14 ωρών είχαν χαμηλότερες βαθμολογίες IQ και κατανόησης της γλώσσας, στην ηλικία των 6 ετών.
Mητέρες από την Ολλανδία 2.800 παιδιών ανέφεραν τη διάρκεια του ύπνου και τα ξυπνήματα των παιδιών τους στην ηλικία των 2 ετών. Τα παιδιά παρακολουθήθηκαν μέχρι την ηλικία των 6 ετών.
Τα παιδιά με μεγαλύτερη διάρκεια ύπνου στην ηλικία των 2 ετών είχαν κατά 1.77 σημεία χαμηλότερο IQ (95% διάστημα εμπιστοσύνης -3.55 έως – 0,01, P< .05) και κατά 2% χαμηλότερες τις βαθμολογίες κατανόησης της γλώσσας στην ηλικία των 6 ετών (95% διάστημα εμπιστοσύνης -0.05 έως -0,01, P< .01 ), από ότι είχαν τα παιδιά που κοιμήθηκαν μέσα στη προτεινόμενη, για την ηλικία τους, διάρκεια του ύπνου.
Δεν υπήρξε καμία στατιστικά σημαντική διαφορά στις βαθμολογίες των παιδιών με τη μικρότερη διάρκεια ύπνου, από εκείνες των παιδιών με τη θεωρούμενη ως φυσιολογική, διάρκεια ύπνου.
Διαπιστώθηκε μια θετική συσχέτιση μεταξύ της διάρκειας του νυχτερινού ύπνου και της μη λεκτικής νοημοσύνης (IQ βαθμοί, Β ανά h2 = – 46 , 95% CI – 0.81 έως -0.10 , P = .01).
Τα παιδιά που κοιμόντουσαν περισσότερο στη διάρκεια της ημέρας είχαν χαμηλότερες τις βαθμολογίες κατανόησης της γλώσσας (Β = – 0.01 , 95% CI – 0.02 έως – 01 , P < .01 ).
Τα ευρήματα της έρευνας δεν μπορούν να γενικευτούν και στις μη Ολλανδικές εθνικές ομάδες.
Τα παιδιά με προβλήματα συμπεριφοράς στην ηλικία των 18 μηνών είχαν περισσότερες πιθανότητες να μη συμπεριλαμβάνονται στη παρακολούθησή τους, μέχρι την ηλικία των 6 ετών, γεγονός που μπορεί να δημιουργήσει στατιστικό σφάλμα.
Οι μητέρες που δεν απάντησαν στις ερωτήσεις της έρευνας είχαν διαφορετικά κοινωνικό- οικονομικά χαρακτηριστικά από εκείνες που ανταποκρίθηκαν.
Τόσο η ανεπαρκής διάρκεια ύπνου όσο και η υπερβολική μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη του παιδιού.