Όραση


Η ανάπτυξη της οπτικής συμπεριφοράς

Υπάρχει μεγάλη ποικιλομορφία  στην οπτική συμπεριφορά των νεογνών, η οποία εξαρτάται από το επίπεδο της εγρήγορσής τους. Όταν κρατούνται σε όρθια στάση τα νεογνά συνήθως στρέφουν τα μάτια τους προς τη πλευρά μιας έντονης φωτεινής πηγής. Οι κινήσεις των ματιών τους δεν είναι ακόμα καλά συντονισμένες. Ωστόσο, η μόνιμη παρουσία στραβισμού,που συμβαίνει σε οποιαδήποτε ηλικία, θεωρείται πάντοτε παθολογική.

ΌρασηΚατά τη διάρκεια του πρώτου μήνα της ζωής τους τα βρέφη κοιτάζουν τα αντικείμενα που βρίσκονται κοντά στο πρόσωπό τους, δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ανθρώπινο πρόσωπο και προσηλώνουν το βλέμμα τους στα μάτια του – και κυρίως όταν ταΐζονται. Ακολουθούν με το βλέμμα τους τις αργές κινήσεις του προσώπου ενός ενήλικα κατά 90º ή και περισσότερο. Στην ηλικία των 4 έως 6 εβδομάδων εμφανίζεται το προστατευτικό ανοιγοκλείσιμο των ματιών. Το τρίτο μήνα της ζωής τους τα βρέφη παρατηρούν τις κινήσεις των χεριών και των δαχτύλων τους και παρακολουθούν τις δραστηριότητες, που συμβαίνουν στο περιβάλλον τους. Γύρω στην ηλικία των 6 μηνών τα βρέφη μπορούν να κοιτάξουν και να προσηλώσουν το βλέμμα τους σε ένα τουβλάκι  μεγέθους 2.5 εκ., από μια απόσταση 30 εκ. και το παρατηρούν πολύ προσεκτικά. Επίσης, κοιτάζουν γύρω τους με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αναγνωρίζουν τα άτομα που τα φροντίζουν και τα αγαπημένα τους παιχνίδια στο χώρο του δωματίου. Όταν φθάνουν στην ηλικία των 9 μηνών μπορούν, από απόσταση  περίπου 30 εκ. να  παρατηρούν και να  χρησιμοποιούν τα δάχτυλά τους για να σπρώχνουν μικρά –  μεγέθους έως και 1 χιλιοστό – αντικείμενα (π.χ. ψίχουλα,  μικρές, ζαχαρένιες διακοσμητικές χάντρες του κέικ ή της τούρτας κ.ά.) Επίσης σε αυτή την ηλικία αναγνωρίζουν τη παρουσία γνωστών τους προσώπων, από την απέναντι πλευρά του δρόμου. Όταν είναι 1 έτους μπορούν, όταν τους ζητείται, να δείξουν διάφορα αντικείμενα, και όταν βρίσκονται έξω παρατηρούν τις κινήσεις του κόσμου, των ζώων, των αυτοκινήτων κ.ά. με παρατεταμένη και έντονη προσοχή.


Εκτίμηση των προβλημάτων όρασης στα μικρά παιδιά.

Πολλές από τις παθολογικές καταστάσεις, που μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρή  μείωση της όρασης, όπως είναι ο συγγενής καταρράκτης, η αμφιβληστροειδοπάθεια της προωρότητας, το γλαύκωμα και το ρετινοβλάστωμα, μπορούν, εφόσον διαγνωστούν έγκαιρα, να θεραπευθούν. Η προσεκτική επισκόπηση των ματιών πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εξέτασης ενός νεογνού. Για τον έλεγχο του ερυθρού αντανακλαστικού – red reflex – μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένα οφθαλμοσκόπιο με ένα φακό  +3 και από μια απόσταση 20 -25 εκ. Η επισκόπηση και η οφθαλμοσκόπηση των οφθαλμών θα πρέπει να επαναληφθεί μετά από 6 έως 8 εβδομάδες. Με το δεδομένο ότι οι ανησυχίες των γονέων μπορούν να κατευθύνουν τους ιατρούς στην έγκαιρη  διαπίστωση πολλών σοβαρών οφθαλμολογικών προβλημάτων, είναι πολύ χρήσιμη η συμπλήρωση από τους γονείς των απαντήσεων που περιλαμβάνονται σε ένα ειδικό κατάλογο από ερωτήματα, που αφορούν τη κατάσταση της υγείας των ματιών. (βλέπε  Παράρτημα 2). Οι γονείς θα πρέπει να ρωτιούνται, αμέσως μετά το τοκετό τους και σε κάθε επόμενη επίσκεψη, εάν έχουν να αναφέρουν κάποια ανησυχία τους αναφορικά με την όραση του παιδιού τους. Όταν πρόκειται για κατηγορίες παιδιών τα οποία διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν οφθαλμολογικά προβλήματα θεωρείται απαραίτητη η εξέτασή τους από τον ειδικό οφθαλμίατρο. Σε αυτές τις ομάδες παιδιών ανήκουν: τα πρόωρα μωρά, τα μωρά με οικογενειακό ιστορικό ενός κληρονομούμενου νοσήματος των οφθαλμών και τα παιδιά με δυσμορφικά σύνδρομα ή νευροαναπτυξιακά προβλήματα.

Εκτίμηση της οπτικής συμπεριφοράς

Οι ανωμαλίες της οπτικής συμπεριφοράς  στα παιδιά ηλικίας μικρότερης των 3 ετών, όπως είναι: α)η κακή  διατήρηση του βλέμματος σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο (οπτική καθήλωση ή σταθεροποίηση) και η αποσυντονισμένη παρακολούθηση της μετατόπισής του και β) οι νυσταγμοειδείς κινήσεις των ματιών, μπορεί να υποδηλώνουν τη παρουσία ενός οπτικού ελαττώματος. Οι δοκιμασίες ελέγχου της οπτικής συμπεριφοράς, συμπεριλαμβανομένης και της παρατήρησης, από την απόσταση των 30 εκ., της συντονισμένης τοποθέτησης και εστίασης και των δύο ματιών σε γλυκά με διάμετρο 1 χιλιοστό, το μόνο που επιτυγχάνουν είναι ο αποκλεισμός των σοβαρών οφθαλμολογικών προβλημάτων και δεν έχουν κανένα όφελος στην εκτίμηση της οπτικής οξύτητας.

Εκτίμηση της οπτικής οξύτητας

Οι κλασσικές δοκιμασίες εκτίμησης της οπτικής οξύτητας στα παιδιά ηλικίας κάτω των 3 ετών, τα οποία αδυνατούν να συνεργαστούν και να κατανοήσουν τη διαδικασία τους, είναι καλύτερο να πραγματοποιούνται από ένα ορθοπτικό ή από ένα επαρκώς εκπαιδευμένο επαγγελματία υγείας. Οι μέθοδοι της αναγκαστικής επιλογής προτιμησιακής αναζήτησης (forced choice preferential looking), οι οπτικό-προκλητές ανταποκρίσεις του εγκεφάλου και ο οπτοκινητικός νυσταγμός περιλαμβάνονται στον εξειδικευμένο έλεγχο της οπτικής οξύτητας των παιδιών αυτής της ηλικίας. Από την ηλικία των 3 ετών, η εκτίμηση της οπτικής οξύτητας από απόσταση μπορεί να πραγματοποιηθεί  με τη χρησιμοποίηση των δοκιμασιών με εικόνες (π.χ. Kay, Elliot ) ή οι πίνακες αριθμών με κάρτες ή γράμματα αντιστοίχισης. Η χρησιμοποίηση του τύπου Snellen  διαγράμματος θα πρέπει να προτιμάται εκείνου που αφορά μόνο τα γράμματα (δοκιμασίες Styear κάρτες των Sheridan  Gardener), επειδή με το δεύτερο μπορεί να υποεκτιμηθεί σε μεγάλο βαθμό ή ακόμη και να διαφύγει η διάγνωση της αμβλυωπίας. Η κάθε δοκιμασία θα πρέπει να εφαρμόζεται για το κάθε μάτι χωριστά. Η δοκιμασία των Sonksen –Silver έχει εγκριθεί για την εκτίμηση της οπτικής οξύτητας από την απόσταση των 3 μέτρων.

Η διερεύνηση του στραβισμού

Η παρουσία του στραβισμού είναι πολύ πιθανό  να υποδηλώνει την ύπαρξη μειωμένης οπτικής οξύτητας και μπορεί να αποτελέσει την αιτία αμβλυωπίας και μείωσης της διοφθαλμικής όρασης. Η πλειοψηφία των εμφανών στραβισμών αναγνωρίζεται για πρώτη φορά από τους γονείς, οι οποίοι θα πρέπει πάντοτε να ερωτώνται αν έχουν παρατηρήσει στο παιδί τους κάποιο στραβισμό, ένα “τεμπέλικο μάτι”, ή  κάποια απόκλιση του ενός ματιού προς διαφορετική κατεύθυνση από το άλλο μάτι. Ορισμένοι στραβισμοί δεν είναι εμφανείς με την απλή επισκόπηση. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να κριθεί απαραίτητη η εφαρμογή: της αντανάκλασης του φωτός στο κερατοειδή – της παρατήρησης της συμμετρίας της αντανάκλασης του φωτός και στα δύο μάτια –  και των δοκιμασιών της διαδοχικής ή της εναλλασσόμενης κάλυψης και αποκάλυψης των ματιών. Είναι προφανές, ότι τόσο η εκτέλεση όσο και η ερμηνεία των παραπάνω μεθόδων δεν είναι εύκολη. Συνεπώς, στις περιπτώσεις αμφιβολίας και ανησυχίας των γονέων, ή της ύπαρξης ενός ανάλογου οικογενειακού ιστορικού, θα απαιτηθεί η ορθοπτική εξέταση του παιδιού