Μια πρόσφατη μελέτη υποδηλώνει ότι τα παιδιά που είναι συνεχώς άρρωστα από τις αρχές της παιδικής τους ηλικίας, μπορεί να έχουν λιγότερη ετοιμότητα για σχολική μάθηση, συγκριτικά με τα παιδιά που δεν έχουν ένα παρόμοιο ιστορικό.
Οι ερευνητές εκτίμησαν την σχολική ετοιμότητα σε περίπου 23.000 παιδιά της Δυτικής Αυστραλίας, παρακολουθώντας τις κινητικές τους ικανότητες, την σωματική τους αυτάρκεια, τις κοινωνικές τους δεξιότητες, την συναισθηματική τους ωριμότητα, τη συμπεριφορά τους, τις γλωσσικές και γνωσιακές ικανότητες τους και τις δεξιότητες επικοινωνίας.
Συγκρινόμενα με τα γενικώς υγιή παιδιά, τα παιδιά με χρόνια νοσήματα είχαν κατά 19% έως 36% μεγαλύτερη πιθανότητα να παρουσιάζουν αναπτυξιακή καθυστέρηση στους παραπάνω τομείς, στην ηλικία ένταξής τους στο σχολείο.
Η επικεφαλής συγγραφέας της έρευνας Megan Bell του Πανεπιστημίου της Δυτικής Αυστραλίας, αναφέρει: “Η προηγούμενη έρευνα έχει δείξει ότι ορισμένοι παράγοντες όπως είναι οι απουσίες από το σχολείο και η ακαδημαϊκή απεμπλοκή μπορεί να παίζουν κάποιο ρόλο στο γεγονός ότι τα χρονίως πάσχοντα παιδιά παρουσιάζουν χαμηλότερη ακαδημαϊκή εξέλιξη”
Και προσθέτει , μέσω ενός ηλεκτρονικού μηνύματος: “Η μελέτη μας δείχνει ότι οι χρόνιες ασθένειες τα πρώτα παιδικά χρόνια αυξάνουν τις πιθανότητες να αρχίσει ένα παιδί το σχολείο, χωρίς να είναι έτοιμο να μάθει’’
Για να διερευνήσουν την επίπτωση της ασθένειας στην σχολική ετοιμότητα, ο Bell και οι συνεργάτες του εξέτασαν τα επίσημα κρατικά στοιχεία που αφορούσαν την υγεία των παιδιών που γεννήθηκαν το 2003 και το 2004, και για τα οποία υπήρχαν οι αναπτυξιακές εκτιμήσεις από τους δασκάλους, το 2009.
Όπως αναφέρουν οι ερευνητές στο ιατρικό περιοδικό Pediatrics από το σύνολο των παιδιών, τα 2.879 (το 13% περίπου) είχαν μια διαγνωσμένη χρόνια νόσο. Από αυτά, σχεδόν όλα είχαν μόλις ένα επίμονο παθολογικό πρόβλημα, αλλά στο 7.4% αυτής της ομάδας υπήρχαν δύο ή και περισσότερες διαγνώσεις χρόνιων νοσημάτων.
Κατά πολύ συχνότερο ήταν το πρόβλημα των λοιμώξεων του αυτιού, τo οποίο κάλυπτε το 71% των διαγνώσεων, και ακολουθούσαν τα αναπνευστικά προβλήματα, όπως είναι το άσθμα, σε ποσοστό 27% .
Το 3% περίπου των παιδιών είχαν επιληψία ή αναιμία. Το 1% ή και λιγότερο των παιδιών είχαν άλλα ιατρικά προβλήματα (πχ., καρδιαγγειακό νόσημα, καρκίνοι, διαβήτη, υποθρεψία ή παχυσαρκία).
Η ασθένεια φαίνεται να στοιχίζει περισσότερο στην σωματική και τη κοινωνική ανάπτυξη.
Μετά τη διόρθωση των αποτελεσμάτων, λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες της ηλικίας, της υγείας και της οικογενειακής κατάστασης των γονέων (χωρισμένοι ή όχι), καθώς και την εθνικότητα των παιδιών, των ικανοτήτων τους στην Αγγλική γλώσσα και τη κοινωνικό- οικονομική τους κατάσταση, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η χρόνια νόσος είχε 36% περισσότερη πιθανότητα να προκαλέσει καθυστερήσεις στις κοινωνικές δεξιότητες των παιδιών.
Τα παιδιά με χρόνια νοσήματα είχαν επίσης κατά 34% μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν καθυστέρηση των σωματικών τους ικανοτήτων, όπως είναι: τo ντύσιμο, το τρέξιμο, και η αναρρίχηση. Εκτός αυτού, είχαν 33%περισσότερες πιθανότητες καθυστερήσεων στην συναισθηματική ωριμότητα και 30% μεγαλύτερη πιθανότητα καθυστερήσεων στις δεξιότητες επικοινωνίας, όπως είναι η αφήγηση και το φανταστικό παιχνίδι.
Επίσης, επηρεάστηκαν οι γλωσσικές και οι γνωσιακές δεξιότητες, αφού, συγκριτικά με τα υγιή συνομήλικα τους παιδιά, τα χρονίως πάσχοντα παιδιά, είχαν 19% μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίζουν καθυστερήσεις σε αυτούς τους τομείς της ανάπτυξης .
Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οι συγγραφείς, ένας περιορισμός αυτής της μελέτης είναι το γεγονός ότι τα δεδομένα που αφορούν το χρόνιο νόσημα προήλθαν από τις εισαγωγές των παιδιών σε νοσοκομείο, κάτι που σημαίνει ότι αυτά μπορεί να αναφέρονται σε παιδιά με σοβαρότερες ασθένειες ή σε εκείνα χωρίς καλή πρόσβαση στις υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας της υγείας. Αυτό μπορεί επίσης να σημαίνει ότι κάποια παιδιά που ταξινομήθηκαν ως υγιή στη μελέτη, στη πραγματικότητα μπορεί να είχαν χρόνια προβλήματα υγείας, για τα οποία όμως δεν θεωρήθηκε ποτέ αναγκαία η εισαγωγή τους σε νοσοκομείο. Ένας άλλος περιορισμός της έρευνας είναι ότι, κάποια παιδιά που θεωρήθηκαν ως χρονίως πάσχοντα, μπορεί να ήταν σοβαρότερα άρρωστα από άλλα παιδιά με την διάγνωση του ίδιου νοσήματος.
Και όπως αναφέρει ο Michael Willoughby – ένας βοηθός καθηγητή της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στο Ινστιτούτο Έρευνας Triangle της Β. Καρολίνας, που δεν συμμετείχε στην έρευνα: “Ακόμη και με αυτούς τους περιορισμούς, αυτή η μελέτη συμβάλλει στις αυξανόμενες ενδείξεις, που συνδέουν, συνηθισμένα προβλήματα της υγείας των παιδιών, όπως είναι οι λοιμώξεις του αυτιού και το άσθμα, με αναπτυξιακές καθυστερήσεις’’ .
Ο ίδιος, με την αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος, επισημαίνει: “Είναι πολύ πιθανό ότι οι δύο αυτές καταστάσεις (άσθμα, ωτίτιδες) απλώς αντιπροσωπεύουν παιδιά με προϋπάρχοντα προβλήματα στη γλώσσα και τη προσοχή, τα οποία γίνονται εμφανή με την είσοδο τους στο σχολείο. Και αυτά τα προβλήματα είναι ευκολότερο να εντοπιστούν από τους δασκάλους τους’’ .
Ο Dr Irvin Redlener, – πρόεδρος και συν-ιδρυτής του Οργανισμού Υγείας των Παιδιών, και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Ν. Υόρκης – αναφέρει: “Συγχρόνως , η μελέτη προσφέρει επί πλέον ενδείξεις ότι η ακαδημαϊκή επιτυχία εξαρτάται παρά πολύ και από την υγεία ενός ατόμου στη μικρή του ηλικία”.
Και ο ίδιος που δεν συμμετείχε στη μελέτη, επισημαίνει, μέσω ηλεκτρονικού του μηνύματος: “Χρειαζόμαστε πράγματι να κατανοήσουμε το πώς η υγεία και η μόρφωση είναι στενά αλληλένδετα. Αυτό ισχύει για όλα τα παιδιά, αλλά είναι ιδιαιτέρως σημαντικό για τα παιδιά που αντιμετωπίζουν πρόσθετες χρόνιες αντιξοότητες, όπως είναι: η φτώχεια, το έντονο και παρατεταμένο στρες και το χρόνιο νόσημα”.