Ακοή


Η ανάπτυξη της ακοής

Τα νεογέννητα συχνά ανταποκρίνονται στον έντονο ήχο με το αντανακλαστικό του “ξαφνιάσματος” – αιφνιδιασμού – ή με την ακινητοποίηση τους. Τα μάτια τους στρέφονται αντανακλαστικά προς τη κατεύθυνση του ήχου. Στην ηλικία του ενός μηνός, όταν ακούνε θορύβους σταματούν να παρατηρούν ένα πρόσωπο και μπορεί να γυρίσουν τα μάτια και το κεφάλι τους προς τη πλευρά που προέρχονται οι θόρυβοι. Όταν φθάνουν στην ηλικία των τεσσάρων μηνών τα βρέφη στρέφουν συνεχώς το βλέμμα τους προς τη κατεύθυνση των θορύβων.

ΑκοήΌταν υπερβούν την ηλικία των 6 μηνών η προσπάθεια εντοπισμού του ήχου ωριμάζει, ο έλεγχος του κεφαλιού και του αυχένα τους βελτιώνεται και  αποκτούν την ικανότητα να κάθονται. Περί την ηλικία των 6 ή 7 μηνών στρέφονται αμέσως προς την πλευρά της φωνής των γονέων τους, ή των ατόμων που τα φροντίζουν, και παρακολουθούν με τα μάτια τους τις δραστηριότητές τους. Στην ηλικία των 9 μηνών τα βρέφη αρχίζουν να αναζητούν τη προέλευση των πολύ χαμηλών ήχων που δημιουργούνται έξω από το οπτικό του πεδίο και καταβάλει μεγάλες προσπάθειες να επιτύχει την ακριβή εντόπισή τους. Σε αυτό το στάδιο το βρέφος διαθέτει την ικανότητα να διακρίνει τους ήχους που είναι σημαντικοί για τον εαυτό του, όπως είναι η φωνή του γονέα, ή του προσώπου που το φροντίζει.

Τα βρέφη  με μειωμένη την ακοή τους, ή εκείνα που μεγαλώνουν σε ένα πολύ θορυβώδες περιβάλλον, μπορεί να αποτύχουν να επιδείξουν το φυσιολογικό τους ενδιαφέρον και την ικανότητα απόκτησης της λειτουργίας της ακοής και αυτή η αποτυχία είναι εύλογο να προκαλεί την ανησυχία των γονέων τους. Η συμπλήρωση των απαντήσεων από τους γονείς ενός καταλόγου με ερωτήματα που αναφέρονται στην ακοή, θα τους προειδοποιήσει εγκαίρως, αν υπάρχει το ενδεχόμενο απώλειας της ακοής του παιδιού τους. Είναι σημαντικό να ερωτώνται οι γονείς, σε κάθε επίσκεψη, αν έχουν παρατηρήσει κάτι που τους προκαλεί ανησυχία, αναφορικά με την ακοή του παιδιού τους και επίσης αν υπάρχει  ιστορικό προβλημάτων της ακοής μέσα στην οικογένειά τους. Ωστόσο είναι προφανές, ότι ενώ οι γονείς είναι πολύ πιθανό να είναι σε θέση να διαπιστώσουν τη σοβαρή και εμφανή απώλεια της ακοής στο παιδί τους, μπορεί εύκολα να παραβλέψει τις λιγότερο σοβαρές βαρηκοΐες, ή τις απώλειες της ακοής στο φάσμα των υψηλών συχνοτήτων


Οι ανάλογα με την ηλικία του παιδιού κατάλληλες δοκιμασίες ελέγχου της ακοής

Ο προληπτικός ακουολογικός έλεγχος των νεογνών

Επειδή οι περισσότερες περιπτώσεις της σημαντικής νευροαισθητηριακής απώλειας της ακοής είναι συγγενούς αιτιολογίας,  για την εκτίμηση της ακοής των βρεφών έχουν αναπτυχθεί διάφορες τεχνολογικές προσεγγίσεις, όπως είναι: η ακουομετρική ανταπόκριση του εγκεφαλικού στελέχους και οι ωτοακουστικές εκπομπές.

Ο συμπεριφορικός ακουολογικός έλεγχος στη διάρκεια του 1ου έτους της ζωής

Η δοκιμασία απόσπασης της προσοχής

Η δοκιμασία απόσπασης της προσοχής εξαρτάται από την ικανότητα του βρέφους να γυρίζει το κεφάλι του και να εντοπίζει τη πηγή προέλευσης ενός ήχου. Το αναπτυξιακό επίπεδο που αντιστοιχεί στην ηλικία των 7 μηνών θεωρείται ότι έχει τη καλύτερη δυνατή απόδοση του ελέγχου της ακοής με αυτή τη δοκιμασία. Πέραν των 10 μηνών, η ανάπτυξη  της μονιμότητας του αντικειμένου (object permanence) και η αύξηση της κοινωνικότητας δυσχεραίνουν την υλοποίηση αυτής της δοκιμασίας .

Για τη πραγματοποίηση της δοκιμασίας απόσπασης της προσοχής απαιτείται η συνεργασία δύο εκπαιδευμένων ατόμων. Καθοριστικοί  παράγοντες για την υλοποίηση της δοκιμασίας θεωρούνται: οι απαραίτητες συνθήκες ησυχίας, ο σωστός, εξοπλισμός, η κατάλληλη παρακολούθηση της έντασης του ήχου και η προσεκτική πραγματοποίηση της τεχνικής. Ένα άτομο, το οποίο αναλαμβάνει να αποσπά την προσοχή του παιδιού, κάθεται μπροστά του και επιδιώκει κρατώντας διάφορα παιχνίδια κ.ά. να κρατήσει αμείωτο  το ενδιαφέρον του. Όταν το βρέφος προσηλώνει τη προσοχή του επάνω στο παιχνίδι, το πρόσωπο που βρίσκεται μπροστά του κρύβει το παιχνίδι και το δεύτερο άτομο που είναι πίσω του δίνει το ηχητικό ερέθισμα. Η ηχητική πηγή θα πρέπει να βρίσκεται στο οριζόντιο επίπεδο στο ύψος του αυτιού του βρέφους, σε μια απόσταση περίπου ένα μέτρο από αυτό και έξω από τα όρια του οπτικού του πεδίου (ή σε μια συγκεκριμένη απόσταση στη περίπτωση που χρησιμοποιούνται ήχοι ωδικών πτηνών). Το άτομο που έχει αναλάβει την απόσπαση της προσοχής του βρέφους παρακολουθεί την ανταπόκρισή του στο ηχητικό ερέθισμα. Ως οριστική θετική ανταπόκριση εκλαμβάνεται  η πλήρης κατά 90º στροφή του προς την πηγή προέλευσης του ήχου. Οποιαδήποτε άλλο αποτέλεσμα αποτελεί μια ένδειξη επανάληψης της δοκιμασίας μετά από  4 έως 6 εβδομάδες, ή της άμεσης παραπομπής του για εξέταση στον ειδικό ακουολόγο στις περιπτώσεις που ανησυχούν οι γονείς, ή το επιβάλουν ορισμένες επιβαρυντικές περιστάσεις.

Για τους σκοπούς του προσυμπτωματικού ελέγχου της ακοής οι παραγόμενοι ήχοι θα πρέπει να  βρίσκονται στο κατώτερο επίπεδο (< 35 Db ). Οι υψηλές και οι χαμηλές συχνότητες ελέγχονται χωριστά.  Για τη παραγωγή των ήχων υψηλής συχνότητας χρησιμοποιείται ο θόρυβος μιας ειδικής κουδουνίστρας  (Manchester, Nuffield) και η ρυθμική επανάληψη του συμφώνου “σ”. Το μη τροποποιημένο φωνητικό “βουητό” και η ρυθμική επανάληψη ενός παιδικού τραγουδιού χρησιμοποιούνται ως τρόποι παραγωγής των ήχων χαμηλής συχνότητας. Η χρησιμοποίηση του ψιθυρίσματος, ή του χαμηλόφωνου λόγου δεν γίνεται αποδεκτή. Οι τεχνητές ηχητικές πηγές, που αντιγράφουν και διαμορφώνουν τη συχνότητα των τόνων ενός “ωδικού πουλιού”, χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο ολόκληρου του φάσματος των ηχητικών συχνοτήτων.

Η ανεπαρκής, ή η εσφαλμένη πραγματοποίηση αυτής της δοκιμασίας είναι πολύ πιθανό να αποδειχθεί επιβλαβής, αφού μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα είτε τη καθυστέρηση της διαπίστωσης ενός προβλήματος, είτε τη δημιουργία ενός μεγάλου αριθμού εσφαλμένων παραπομπών σε ειδικούς. Τα καλύτερα δυνατά  αποτελέσματα μπορούν να προκύψουν όταν επιδιωχθεί  η αρχική και η ανά τακτά χρονικά διαστήματα, επαναλαμβανόμενη σχολαστική εκπαίδευση των εξεταστών στην πρακτική εφαρμογή αυτής της δοκιμασίας.

Συνεργασιακές δοκιμασίες για τα παιδιά ηλικίας 18 έως 30 μηνών

Αυτές οι δοκιμασίες βασίζονται στην ικανότητα του παιδιού να ανταποκρίνεται σε απλά αιτήματα. Παραδοσιακά, σε μια τέτοια δοκιμασία ζητείται από το παιδί να δείξει κάποια μέρη του σώματός του, ή να εφαρμόσει κάποια απλά αιτήματα ή θελήματα, όπως “Δώσε αυτό στη Μαμά”, χωρίς καμία οπτική ένδειξη. Από την ηλικία των 2 ετών και μετά, μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι δοκιμασίες διάκρισης της ομιλίας, όπως είναι η δοκιμασία παιχνιδιού  του  McComick. Αυτό το τεστ έχει 7 ζεύγη παιχνιδιών και ένα παιδί με φυσιολογική ακοή θα πρέπει να αναγνωρίσει και να δείξει τουλάχιστον το 80% από αυτά, όταν του το ζητήσει ο εξεταστής, με την ένταση της  φωνής του στα 40 Db. Σήμερα υπάρχει ένας αυτοματοποιημένος τρόπος εφαρμογής αυτού του ακουολογικού ελέγχου.

Σημείωση: Είναι σημαντικό να γνωρίζετε ότι ένα παιδί μπορεί να αδυνατεί να ανταποκριθεί στην αναφορά του εξεταστή σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, είτε γιατί δεν ακούει καλά, είτε γιατί παρουσιάζει καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου του.

Δοκιμασίες απόδοσης για τα παιδιά ηλικίας μεγαλύτερης των 30 μηνών

Αυτές οι δοκιμασίες εξαρτώνται από την ικανότητα του παιδιού να προβεί σε μια σαφή ανταπόκριση (π.χ.  να τοποθετήσει “ένα άνθρωπο μέσα σε ένα σκάφος”  ή  “τα τουβλάκια μέσα σε ένα κουτί’’), με την ένταση του παραγόμενου ήχου σε διαφορετικές συχνότητες . Οι διαφορετικές ηχητικές συχνότητες επιτυγχάνονται είτε με τη χρησιμοποίηση ενός χειροκίνητου ακουόμετρου, είτε με ακουστικά (ακουομέτρηση καθαρών τόνων). Το τεστ μπορεί επίσης να εφαρμοστεί με τη χρησιμοποίηση της φωνής. Για το σκοπό αυτό μπορούν να χρησιμοποιηθούν  οι ήχοι “γκόου” (χαμηλή συχνότητα) και “σουυ” (υψηλή συχνότητα), προκειμένου να προτρέψει το παιδί να πραγματοποιήσει την ανάλογη ανταπόκριση. Η ένταση της φωνής θα πρέπει να μειωθεί από το επίπεδο των 40 dB  και να αποφευχθούν οι οπτικές ενδείξεις, με τη κάλυψη του στόματος του εξεταστή.